- πασχητιασμός
- πασχητι-ασμός, ὁ,A unnatural lust, Luc.Gall.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πασχητιασμός — ὁ, Α σφοδρή επιθυμία για παρά φύσιν σαρκική μίξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πασχητιῶ + κατάλ. ασμός κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε άζω] … Dictionary of Greek
πασχητιασμούς — πασχητιασμός unnatural lust masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασχητιασμόν — πασχητιασμός unnatural lust masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)